Περί αντισφαίρισης

Η συζήτηση για την πολιτιστική πολιτική (ίσως σωστότερο θα ήταν: διαχείριση) στην Ελλάδα όχι μόνο εντείνεται αλλά αίφνης έχει αρχίσει να απασχολεί ένα υπολογίσιμο φάσμα ενδιαφερομένων, πέραν όσων κατά παράδοση τη χρησιμοποιούσαν για να εξαπολύουν λαϊκίστικα συνθήματα. Δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία ως προς το θετικό του πράγματος και ενδεχομένως η παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω να είναι ιδιαιτέρως ειδική, συνεπώς ζητώ την υπομονή σας.

Αφορμή της παρατήρησης στάθηκε ένα ενδιαφέρον ποστ με τίτλο «Destroy Athens», στο blog Σουφραζέτα, όπου ο κειμενογράφος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «ιδιαιτέρως σημαντική είναι η αναγγελία της διοργάνωσης της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας κι αυτό γιατί πέραν από τους προφανείς λόγους που καθιστούν σημαντικό ένα τέτοιο γεγονός, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το ότι το εγχείρημα ανακοινώθηκε αφού είχε εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή του από ιδιωτικό και όχι δημόσιο κεφάλαιο!».

Δεν θέλω εδώ καθόλου να σχολιάσω τις ιδεολογικές θέσεις, τις πολιτικές απόψεις ή τις οικονομικές προτάσεις του κειμενογράφου – ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δηλώνει Φιλελεύθερος with a vengeance – αλλά να επισημάνω κι εγώ με τη σειρά μου ένα ζήτημα συγγενές. Καθώς κάθε δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα το συνηθίζει, και η συζήτηση περί πολιτιστικής πολιτικής προσομοιάζει σφαιρίδιο αντισφαίρισης: εκσφενδονίζεται από τη μία απολυτότητα στην άλλη και αν ποτέ τύχει να βρεθεί στη μέση, κάποιος χάνει. Αυτό που εννοώ είναι το εξής: γιατί το δίλημμα πρέπει να τίθεται μονίμως ανάμεσα σε έναν κρατικό πολιτισμό, ο οποίος υπόκειται τόσο στην βραδύτητα και στην αρτηριοσκληρωμένη γραφειοκρατία του Δημοσίου όσο και στους πελατειακούς μηχανισμούς ενός ατελούς αστικού Κράτους, και σε έναν ιδιωτικό πολιτισμό, ο οποίος αποτελεί όργανο κέρδους για δαιμονικούς ή δαιμονοποιημένους καπιταλιστές;

Κατά τη γνώμη μου, το μέτρο της σοβαρότητας της δημόσιας συζήτησης για την πολιτιστική πολιτική προκύπτει ακριβώς από την εμμονή στις δύο αυτές απολυτότητες. Η μορφή της μη-κερδοσκοπικής εταιρείας ή του ιδρύματος εξασφαλίζει την ευελιξία ενός ιδιωτικού οργανισμού δίχως τον κερδοσκοπικό του χαρακτήρα και μπορεί να απορροφήσει τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά κεφάλαια. Επιπλέον, επειδή η μόνη διαφορά μιας μη-κερδοσκοπικής εταιρείας από μια άλλη επιχείρηση δεν είναι άλλη από το ότι δεν κατανέμει ποτέ τα έσοδά της ως κέρδη στους εταίρους της, θα κρινόταν κι αυτή εκ του αποτελέσματος. Τουτέστιν, αν διοργάνωνε κάτι με επιτυχία θα ευημερούσε και αν όχι θα χρεωκοπούσε. Κανείς δεν θα αιμοδοτούσε μια εταιρεία τέτοιου είδους όπως κανείς δεν αιμοδοτεί μια άλλη ιδιωτική επιχείρηση.

Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν να αποφασίσουμε αν η πολιτιστική πολιτική θα χρηματοδοτείται από ιδιωτικά ή δημόσια κονδύλια (αλήθεια, δεν είναι προφανές ότι χρειάζονται και τα δύο;) αλλά πώς θα διαχειριστούμε τα όποια κονδύλια. Ισως λοιπόν το πρώτο βήμα είναι να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία τη μορφή του μη-κερδοσκοπικού οργανισμού, σαν να πρόκειται σε κάθε περίπτωση για απόπειρα είτε κλοπής του δημοσίου χρήματος είτε ξεπλύμματος του ιδιωτικού. Ίσως θα έπρεπε να βρούμε τρόπους – και αυτός μου φαίνεται καλός – με τους οποίους η διαχείριση των κονδυλίων θα γίνεται από όσους μπορούν να την φέρουν σε πέρας αποτελεσματικά – ή, αν αποτύχουν, να υφίστανται τις συνέπειες της αποτυχίας – και όχι από όσους την ελέγχουν κατά παράδοση, από σκοπιμότητα, ματαιοδοξία ή απλό πείσμα.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό α. αθηναϊκή επιθεώρηση σύγχρονης τέχνης, τεύχος 9)

Διατυπώσεις

Καλώς σας βρήκα.

Πολλοί νομίζουν ότι διαφωνούν στα νοήματα. Δεν νομίζω. Πιστεύω ότι διαφωνούν στις διατυπώσεις.

Εξ' αυτής της θέσης, βέβαια, θα έλεγε κανείς πως μόνον οι διατυπώσεις - η επιφανειακή έκφραση των νοημάτων - έχει αξία. Ούτε αυτό είναι αλήθεια. Απλώς το να κατανοήσεις κάτι είναι διαφορετική υπόθεση από το να το συναιστανθείς. Και δεν έχω αντίρρηση ότι το δεύτερο είναι το σημαντικό αλλά είναι ταυτοχρόνως και αυτό που δεν μπορεί να ελέγξει κανείς. Ισως να αισθανόμαστε όλοι το ίδιο και ίσως όχι. Αλλά δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τα νοήματα οξύνονται συναισθηματικά στο σημείο όπου η απροσδιοριστία τους είναι απόλυτη και ο μόνος τρόπος να τα εντοπίσει κανείς είναι η διατύπωση. Εκεί διαφωνούμε.

Επειδή λοιπόν οι συζητήσεις περί τέχνης έχουν την τάση να εκφυλίζονται σε συζητήσεις περί νοημάτων, προτείνω τη συνειδητοποίηση της αξίας των διατυπώσεων. Δεν ξέρω αν αγαπώ την τέχνη. Το να την καταλάβω ωστόσο μου φαίνεται πολυτιμότερος στόχος.