Αντί – εξουσιαστικά

Η ιστορία της απειλής κατά του περιοδικού Αντί από την δικαστική διαμάχη του με τον δικηγόρο, συλλέκτη και ιδρυτή μουσείου Βλάση Φρυσίρα είναι λίγο πολύ γνωστή στην αθηναϊκή επικαιρότητα. Για να θυμίσω το περιστατικό συνοπτικά, το 2004 ο γνωστός ιστορικός της τέχνης και συνεργάτης περιοδικών Μάνος Στεφανίδης είχε γράψει σε μια στήλη του Αντί ένα σχόλιο όπου κατηγορούσε τον συλλέκτη ότι το μουσείο του χρηματοδοτείται από το ΠΑ.ΣΟ.Κ (κυβερνητικό κόμμα, τότε) αντί χρηματοδότησης που προσφέρει ο ίδιος στους υποψήφιους βουλευτές του κόμματος (ήταν προεκλογική περίοδος). Ο συλλέκτης κατέθεσε αγωγή κατά του περιοδικού και κέρδισε, το δε δικαστήριο του επιδίκασε αποζημίωση αρκούντως υψηλή ώστε το περιοδικό – καθώς δηλώνει ο εκδότης του – να απειλείται με χρεοκοπία.

Η ρωσική μου καταγωγή και η πίστη μου στη συναισθηματικότητα δεν μου επιτρέπουν να μην συμπονέσω την τύχη του περιοδικού, αν πράγματι ο εκδότης στερείται άλλων πόρων ώστε να τακτοποιήσει την οφειλή του. Και αυτό παρότι ουδέποτε συμπάθησα τη συχνά ατεκμηρίωτη και σχεδόν πάντα αφελή συνωμοσιολογία που κυριαρχούσε στον αριστερίζοντα αλλά στην πραγματικότητα βαθιά συντηρητικό λόγο του. Ο Βλάσης Φρυσίρας, από την άλλη, σίγουρα δεν είναι σε θέση να αγορεύει κατά του Μάνου Στεφανίδη – ιδιαίτερα καθότι τον είχε διορίσει ιδρυτικό διευθυντή του ιδιωτικού μουσείου του όσο ο ιστορικός τέχνης ήταν ακόμη δημόσιος υπάλληλος στην Εθνική Πινακοθήκη. Και ασφαλώς δεν κάνει ό,τι κάνει λόγω οικονομικής στενότητας. Αν το αίτημά του ήταν η ηθική δικαίωση, αυτή την εξασφάλισε και θα μπορούσε να αρκεστεί σε αυτό.

Θα υποστηρίξω ωστόσο τώρα κάτι που σίγουρα δεν θα είναι δημοφιλές, νιώθω όμως ότι κάποιος πρέπει να το πει. Όποιος θέλει να γράφει αποκαλυπτικά σχόλια – είτε κρύβεται πίσω από αστεϊζον ύφος είτε όχι – ας φροντίσει να βρει τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του. Αν θέλει κανείς να τα βάλει με την εξουσία ή τους ισχυρούς – όπως διατείνονται διάφοροι – πρέπει να το κάνει στα σοβαρά και να μην μας κοροϊδεύει. Ένας τόσο ευγενής στόχος – ο οποίος αποτελεί ευχή πολλών – θέλει ικανότητες και μεγάλο κόπο, όχι απλώς διάθεση για επίδειξη, εύκολες διακηρύξεις και απύθμενο θράσος. Η πρακτική των αστήρικτων κατηγοριών αποτελεί πρωτίστως προσβολή για κάθε ελεύθερο στοχαστή. Και η γραφή του Μάνου Στεφανίδη δεν ήταν εκτός κλίματος στο Αντί αλλά συνέπνεε με το γενικότερο ύφος και συνέπιπτε συχνά με τη γενικότερη θέση. Ήταν το περιοδικό που έδινε βήμα για τα σχόλια, με γνώση και στήριξη της διεύθυνσής του. Ας μην καταφεύγουν λοιπόν οι εκ των υστέρων «υποστηρικτές των αδυνάτων» στο απλοϊκό σχήμα «εντάξει, έκανε λάθος ο Στεφανίδης αλλά ο κακός Φρυσίρας δεν έχει δικαίωμα να χτυπά έτσι ένα ιστορικό περιοδικό», κτλ. Δεν είναι δυνατόν να εκφέρει κανείς δημόσιο λόγο υποστηρίζοντας ότι κάποιος προβαίνει σε ημιπαράνομες και σίγουρα ανήθικες συναλλαγές με κυβερνητικά στελέχη και να μην διαθέτει ούτε ίχνος απόδειξης.

Η πράξη του Βλάση Φρυσίρα θέτει ένα όριο. Ότι ο συλλέκτης μπορεί να μην είναι το ιδανικό πρόσωπο για το θέσει είναι μάλλον αλήθεια. Ότι το όριο αυτό θα έπρεπε να προκύπτει από τη διαμόρφωση του πεδίου και των ρόλων μέσα σε αυτό και όχι από δικαστικές διενέξεις είναι επίσης αλήθεια. Ότι είναι θλιβερό το κλείσιμο του Αντί και κατανοητή η πίκρα του εκδότη του είναι και αυτό αλήθεια. Αλλά είναι αλήθεια και ότι το όριο πρέπει να τεθεί. Κάποια στιγμή οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες πρέπει να ξεκαθαριστούν, όπως πρέπει να επιτευχθεί και μια – αυτονόητη, θα έλεγε κανείς – εννοιακή σύνδεση μεταξύ της όποιας απόφασης για πράξη και των συνεπειών που η πράξη ενδέχεται να επισύρει. Και το αντεπιχείρημα ότι δεν μπορεί να διώκεται η σάτιρα είναι το λιγότερο αστείο, για να μην πω ύποπτο σε σχέση με το διεκδικούμενο δικαίωμα των πάσης φύσεως αναρμοδίων να εκφέρουν δημόσιο και επίσημο λόγο. Αν το τίμημα είναι το κλείσιμο του περιοδικού Αντί, ας γίνει έτσι. Δυσανάλογο τίμημα, ναι. Αλλά ποιος είπε ποτέ ότι το να τα βάζεις με τους ισχυρούς είναι εύκολη υπόθεση;

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό α. αθηναική επιθεώρηση σύγχρονης τέχνης, τεύχος 11)

Ποιο συνέδριο;

Αν και βρέθηκα εκεί για λίγο, ομολογώ πως αν κάτι με εντυπωσίασε στο πρόσφατο συνέδριο της 1ης Μπιενάλε της Αθήνας 2007, αυτό ήταν η προσέλευση. Μολονότι συχνά διακηρύσσω το ενδιαφέρον μου για τις τέχνες – όπως άλλωστε τεκμαίρεται και από τη συνεργασία μου με το παρόν περιοδικό – νομίζω ότι η αντοχή μου στις περισπούδαστες αναπτύξεις είναι πλέον ισχνή. Γι’ αυτό και αναρωτήθηκα τι στο όνομα του Θεού ήρθαν να κάνουν όλοι αυτοί, στοιβαγμένοι ή όρθιοι, μεσούντος ενός βροχερού σαββατοκύριακου, και γιατί δεν έφευγαν να πάνε να κάνουν ό,τι τέλος πάντων κάνουν όταν δεν ακούν διαλέξεις για τη φιλοσοφία του Walter Lippman.

Η απορία μου ωστόσο λύθηκε, όταν προ ημερών μίλησα με γνωστό μου, ο οποίος συμμετέχει στην ομάδα της Μπιενάλε της Αθήνας, και μου αφηγήθηκε τα παράπονα που δέχθηκε τηλεφωνικά από αθηναία επιμελήτρια: «Εμένα δεν μου είπατε για το Intercontinental!» του φώναξε. Ο γνωστός μου τα έχασε λίγο και μετά άρχισε να δικαιολογείται που ξέχασε να καλέσει την εν λόγω επιμελήτρια στη δεξίωση, η οποία έγινε στο πολυτελές ξενοδοχείο προς τιμήν των ομιλητών. Αλλά εν μέσω των δικαιολογιών του, θυμήθηκε ότι δεν την είχε δει ώστε να την προσκαλέσει. «Δεν σας είδα και στο συνέδριο…» ψέλλισε. Η απάντησή της ήρθε αμείλικτη: «Ποιο συνέδριο;»

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό α. αθηναϊκή επιθεώρηση σύγχρονης τέχνης, τεύχος 10)